-
1 χερσαῖος
χερσαῖος, auch 2 Endgn, aus festem Lande bestehend, auf demselben befindlich; κῦμα χερσαῖον στρατοῦ, d. i. des Landheeres, Aesch. Spt. 64; ὅς σε ναύτην ἔϑηκεν ἀντὶ χερσαίου κακόν Eur. Andr. 458; Her. 4, 192; ὄρνιϑες, Ggstz λιμναῖοι, 7, 119; ζῷα, Ggstz πετεινὰ u. ϑαλάσσια, 2, 123; πεζὸν καὶ χερσαῖον εἶδος Plat. Tim. 40 a; Ggstz ἐπιϑαλαττίδιος. πόλις, mitten im Lande gelegen, Legg. IV, 704 b; ἀκοντισταί Thuc. 7, 67; ἀνήρ Plut. Sol. 27; – ἡ χερσαῖος = χερσόνησος, Lycophr. 534.
-
2 χερσαῖος
A from or of dry land, living or found thereon, ὄρνιθες χ., opp. λιμναῖοι, Hdt.7.119;κροκόδειλοι Id.4.192
; ζῷα χ., opp. θαλάσσια, πετεινά, Id.2.123, cf. Pl. Ti. 40a; χελώνη χ., opp. θαλασσία, v. χελώνη; μύες χ., Arist.Mir. 842b7; ὄφεις, opp. θαλάττιαι, Id.HA 505b9; ἡ χ. (sc. θήρα) hunting of land-animals, opp. fishing, Pl.Sph. 223b, cf. AP9.14 (Antiphil.); of landsmen, opp. seamen, E.Andr. 457, Th.7.67; χ. παρασκευή, opp. ναυτική, Ascl.Tact.1.1; χ. πόλις an inland city, opp. seaport ([etym.] ἐπιθαλαττίδιος), Pl.Lg. 704b; ὁδοὶ χ., opp. voyages, AP11.42 (Crin.), cf. 4.3b.46 (Agath.): travelling by land,βραδὺς καὶ χ. Ἔρως Plu.2.750b
; κῦμα στρατοῦ, opp. a fleet, A.Th.64: neut. pl. as Adv., Arat. 919.II ἡ χερσαῖος, as Subst., = χερσόνησος, Lyc.534.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χερσαῖος
-
3 πεζός
πεζός, zu Fuße gehend, Fußgänger; Hom. im Ggstz von ἱππεῖς u. ἵπποι, ἀπὸ χϑονὸς ὤρνυτο πεζός Il. 5, 13, πεζὸς πρόσϑ' ἵππων 13, 385, u. oft, von den zu Fuße, Kämpfenden; οἱ μὲν ἐφ' ἵτπων, οἱ δ' ἐπὶ ναῶν πεζοί τε βάδην, Aesch. Pers. 19; πεζούς τε καὶ ϑαλασσίους νᾶες ἤγαγον, 550. So Her. πεζὸς στρατός, Fußheer im Ggstz der ἵπποι, 4, 128. 7, 84, wie Pol. 2, 11, 7 u. öfter, wie sonst. – Zu Lande gehend, im Ggstz zum Seefahrer, ἐν νηῒ ϑοῇ ἢ πεζὸς ὁμαρτέων, Il. 24, 438. 17, 612 Od. 11, 58, u. in der wiederkehrenden Vrbdg οὐ μὲν γάρ τί σε πεζὸν ὀΐομαι ἐνϑάδ' ἱκέσϑαι, wie Od. 1, 173; ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών, Pind. P. 10, 29; ναυτικὸς στρατὸς κακωϑεὶς πεζὸν ὤλεσε στρατόν, Aesch. Pers. 714; καὶ ναυσὶ καὶ πεζοῖσι, Ar. Ach. 597. So bei Her. Landheer mit u. ohne στρατός, 3, 25. 6, 45. 7, 84; auch τὸ πεζόν, 7, 81; Ggstz ναυτικὸς στρατός oder νέες, 4, 97. 6, 95. 7, 121; Thuc. setzt 4, 12 τὰ πεζά gegenüber ταῖς ναυσί (vgl. πεζικός), wie Pol. 3, 95, 3; δύναμις πεζὴ καὶ ναυτική, 2, 24 u. sonst. – Uebh. auf dem Lande, καὶ χερσαῖος, Plat. Tim. 40 a, καὶ ἔνυδρον, Polit. 288 a; ὅσαι τε πεζαὶ καὶ ὅσαι κατὰ ϑάλατταν γίγνονται, Legg. III, 679 d, vgl. τὰ ὀχήματα τά τε πεζὰ καὶ τὰ ἐν τῇ ϑαλάττῃ πλοῖα, Hipp. mai. 295 d; auch τὰ πεζὰ καὶ τὰ πτηνὰ ϑηρία, Conv. 207 a; ἡ πεζὴ ϑήρα, Jagd auf dem Lande, auf Landthiere, Soph. 222 b, wie τὰ πεζὰ ϑηρεύματα, Legg. VII, 823 b. – Uebtr., was sich nicht von der Erde erhebt, auf dem Erdboden bleibt, bes. πεζὸς λόγος, die sich nicht zum poetischen Ausdruck erhebende Rede, Prosa, oratio pedestris, auch wohl von der niederen, sich an den gewöhnlichen Ausdruck haltenden komischen Poesie, im Ggstz der lyrischen u. tragischen, die gewohnte Ausdrucksweise verlassenden, Luc. conscr. hist. 8; τὰ πεζὰ τοῖς ἐμμέτροις προςτιϑείς, Dem. enc. 22 u. a. Sp., bes. Gramm. – In der Musik = ψιλός, entweder vom bloßen Gesange ohne Instrumentalbegleitung, oder von der bloßen Instrumentalmusik ohne begleitenden Gesang, VLL.; so πεζὸς γόος, ohne Sang und Klang, Phot. lex.; μέλη πεζὰ καὶ φορμικτά, Soph. beim Schol. Eur. Alc. 448. – Dah. πεζαὶ ἑταῖραι, Theopomp. bei Ath. XII, 532; auch πεζαὶ μόσχοι, comic. in VLL., Huren der gemeinsten Art, welche ihr Gewerbe ohne alle Verhüllung, ohne Tonkunst, Tanz oder sonst eine schöne Kunst treiben, im Ggstz von ἑταῖραι μουσικαί oder μουσοποιοί. – Adverbial wird πεζῇ gebraucht, zu Fuß, man ergänzt gewöhnlich ὁδῷ; πεζῇ ἕπεσϑαι, zu Lande folgen, Her. 7, 110. 115; πεζῇ μάχεσϑαι, zu Fuße oder zu Lande kämpfen, Thuc. 4, 132 u. A.; πρὸς τὴν τῶν πεζῇ δρόμων ἄσκησιν, Plat. Legg. I, 625 e; gew. zu Lande, κατὰ ϑάλατταν καὶ πεζῇ, Polit. 289 e, πεζῇ μέν – ναυσὶ δέ, Menex. 239 e. – Auch in Prosa, pedestri oratione, Ggstz μετὰ μέτρων, Plat. Soph. 237 a. – In den VLL. wird auch ein compar. πεζότερος u. ein superl. πεζότατος angeführt.
-
4 νηκτός
A swimming, opp. χερσαῖος, Arist. Mu. 398b31, cf. Plu.2.636e;ν. πλῆθος ἰχθύων Vett.Val.344.15
, cf.AP 6.4 (Leon.); of a shield, ib.9.115; in air as well as water, Ph.1.14;τὸ πτηνὸν καὶ πεζὸν καὶ νηκτόν Gal.18(1).207
; butτὸ ν.
power of swimming,Anacreont.
24.5. -
5 τρίβολος
a water-chestnut, Trapa natans,τ. ἔνυδρος Thphr.HP4.9.1
, Dsc.4.15.b caltrops, Tribulus terrestris, Ar.Lys. 576; τ. περικαρπιάκανθος, χερσαῖος, Thphr.HP3.1.6, 6.1.3, Dsc. l.c.;ἄκανθαι καὶ τ. LXX Ge.3.18
;βάτοι καὶ τ. Ph.1.680
, cf. IG14.1934f1 ([place name] Rome):—Alc.47 calls sour wine ὀξύτερος τριβόλων.c τ. φυλλάκανθος, thorny trefoil, Fagonia cretica, Thphr.HP6.5.3.d τ. παραθαλάσσιος, prickly samphire, Echinophora spinosa, Hp.Nat.Mul.32.II τρίβολοι, οἱ, a threshing-machine, a board with sharp stones fixed in the bottom, Ph.Bel.85.36, al., LXX 2 Ki.12.31, Longus 3.30; τ. ξύλινος (in the section περὶ κάρρων) Edict.Diocl.15.41;τριβόλους ἀχυρότριβας AP6.104
(Phil.).III caltrop, i. e. a four-spiked implement thrown on the ground to lame the enemy's horses, Ph.Bel.100.7, Plu.2.200a, Polyaen.1.39.2, 4.3.17, Hdn.4.15.2, Procop.Goth.3.24.b τ. πηχῶν έ a larger contrivance for stopping boulders, etc., thrown down a slope, Ath.Mech. 38.2.c οἱ κατακρημνώμενοι τ. an instrument hung from the walls of a fortress as a defence against battering-rams, Ph.Bel.100.15.d a kind of missile,τριβόλων σιδηρῶν σφενδονῆται D.H.20.1
; οἱ τ. οἱ καιόμενοι a kind of incendiary missile, Ph.Bel.100.20, cf. 94.9.IV part of the bit of a bridle, PCair.Zen. 782 (a).9 (iii B. C.), Poll.1.148, Hsch.V dub. sens. in naval dockyard records,σίδηρος ἐκ τοῦ τ. IG22.1629.1154
, 1631.338.VI as Adj., three-tiered,πυρὰ πυργοειδὴς τ. D.C.74.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίβολος
-
6 ἔνυδρος
A with water in it, holding water, ἔ. τεῦχος, i.e. a bath, A.Ag. 1128 (lyr.); of countries, well-watered,Ἄργος ἔ. Hes. Fr.24
;Αἴγυπτος ἐοῦσα.. ὑπτίη τε καὶ ἔ. Hdt.2.7
( ἄνυδρος codd.), cf. X.Cyr.3.2.11; opp. χερσαῖος, PMasp.188.5 (vi A.D.);τὸ ἔ.
abundance of water,Hdn.
6.6.4.3 living in or by water, νύμφαι ἔ. λειμωνιάδες who haunt the watery meads, S.Ph. 1454 (anap.); of plants, growing in water, , cf. Thphr.HP1.14.3, 5.3.4; of animals, Pl.Sph. 220b, Plt. 264d; of fish, Arist.IA 713a10, Ti. [dialect] Locr. 104e; of birds, Arist.HA 559a21; τὰ ἔ. (sc. ζῷα) ib. 487a26.4 of land, in the water, submerged, Id.Mete. 352a22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔνυδρος
См. также в других словарях:
χερσαίος — α, ο / χερσαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ος Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τον θαλάσσιο και τον εναέριο ή τον ιπτάμενο (α. «χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις» β. «τὰ χερσαῑα καὶ τὰ θαλάσσια καὶ τὰ πετεινά», Ηρόδ.)… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
μαργαρίτης — Επώνυμο οικογένειας με καταγωγή από το χωριό Μαργαρίτι της Ηπείρου. Τα σημαντικότερα μέλη της οικογένειας υπήρξαν αγωνιστές του 1821 και ζωγράφοι του 19ου αι. 1. Γεώργιος (Σμύρνη 1814 – Αθήνα 1884). Ζωγράφος. Σπούδασε ζωγραφική στη Ρώμη και στο… … Dictionary of Greek
πεζός — ή, ό / πεζός, ή, όν, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο 2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ ανάγκη και με… … Dictionary of Greek
τριαδικό ή τριάσιο — Γεωλογική περίοδος, η κατώτερη του μεσοζωικού αι. Τα κατώτερα όριά του με το πέρμιο, καθώς και τα ανώτερα με το ιουρασικό καθορίζονται με παλαιοντολογικά κριτήρια, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η έναρξη της περιόδου σημειώνεται με την … Dictionary of Greek
μεσόγειος — α, ο, θηλ. και ος και μεσόγαιος, α, ο (Α μεσόγειος, ον, θηλ. και μεσόγεια, μεσόγαιος, ον, θηλ. και μεσόγαια, και μεσαίγεως, ων, Α αττ. τ. μεσόγεως, ων, επικ. τ. μεσσόγεως, ων) 1. αυτός που βρίσκεται στην ξηρά, μακριά από τη θάλασσα, χερσαίος,… … Dictionary of Greek
κολλιτσίδα — Κοινή ονομασία του ποώδους φυτού γάλιο η απαρίνη της οικογένειας των ρουβιιδών (δικοτυλήδονα), που αυτοφύεται σε όλη την Ελλάδα, σε καλλιεργημένους και χέρσους αγρούς, θαμνότοπους, φράχτες κ.α. Χαρακτηρίζεται από τους λεπτούς και τετραγωνικούς… … Dictionary of Greek
ένυδρος — Χαρακτηρισμός χημικής ένωσης. Πρόκειται κυρίως για άλατα ή και κρυσταλλικές μορφές αερίων σε χαμηλές θερμοκρασίες και πιέσεις που στη δομή τους περιλαμβάνονται μόρια νερού. Η δομή των σωμάτων αυτών μεταβάλλεται ριζικά με την απομάκρυνση του νερού … Dictionary of Greek
ηπειρώτης — ο, θηλ. ηπειρώτις και ηπειρώτισσα (AM ἠπειρώτης, θηλ. ἠπειρῶτις) 1. ο χερσαίος, ο στεριανός, σε αντιδιαστολή με τον θαλασσινό 2. ο κάτοικος ηπειρωτικής περιοχής, σε αντιδιαστολή με τον νησιώτη («τοὺς νησιώτας δασμολογεῑν... τους δ ἠπειρώτας δι… … Dictionary of Greek
νεώσοικος — ο (Α νεώσοικος) προστατευμένος χερσαίος χώρος κοντά στην ακτή μέσα στον οποίο προφυλάγονταν από τις κακές καιρικές συνθήκες και άλλους κινδύνους μικρά σκάφη μετά από την ανέλκυσή τους στην ξηρά αρχ. νεώριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νεώς «πλοίο» +… … Dictionary of Greek